υπόσαγμα

υπόσαγμα
το, Ν
χοντρό μάλλινο ύφασμα, το οποίο τοποθετείται στην ράχη ζώου, κάτω από το σαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + σάγμα «σαμάρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Θ. Κολοκοτρώνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασάς — και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς) νεοελλ. υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων αρχ. δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”